Εικαστικό μνημόσυνο του Βασίλη Καμπόλη στο Νίκο Καζαντζάκη με δύο πίνακες

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ 2017 ΩΣ ΕΤΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΞΙΑΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ

Μπορεί η Κρήτη να πέφτει κομμάτι μακριά, αλλά ο Καζαντζάκης είναι παγκόσμιος
κι ο Βασίλης Καμπόλης δεν τον ξέχασε
Ο Βασίλης Καμπόλης είναι ο συντοπίτης μας που διακρίνεται για την προσφορά του στα πολιτιστικά του Δήμου μας, ως ιστορικός, λαογράφος και εικαστικός.
Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις μας έχει εκπροσωπήσει, επάξια, σε πανελλαδικά αλλά και διεθνή εικαστικά ή άλλα πολιτιστικά γεγονότα.
Ιδιαίτερη ευαισθησία δείχνει και στα ευρύτερα πολιτιστικά ζητήματα και παρεμβαίνει με δημοσιεύσεις άρθρων του σε έντυπα και διαδικτυακά μέσα. 
Ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορος στην ανακήρυξη του 2017 ως έτους Νίκου Καζαντζάκη, για να τιμηθεί το έργο του Τιτάνα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Φυσικά δεν περίμενε τον Οκτώβρη, καθώς έχει κάνει κατάθεση ψυχής από τον περασμένο Απρίλιο, με παρέμβασή του στα ΜΜΕ που δημοσίευσε και ο ΦΥΛΑΡΧΟΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ.
Ωστόσο δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά σε ανάμνηση του έτους Καζαντζάκη φιλοτέχνησε δύο πολύ σημαντικούς πίνακες.
Με τον πρώτο συνδέει το Νίκο Καζαντζάκη με το έτερο εκ Κρήτης μεγαθήριο της Τέχνης τον Ελ Γκρέκο και το τιτλοφορεί «αναφορά στον Γκρέκο».

Τίτλος έργου: Αναφορά στον Γκρέκο. 70x57 cm
Με το δεύτερο έργο δίνει έμφαση στην αλληγορική πάλη του λογοτέχνη με τη «συνταξιδιώτισσά» του στα ταξίδια του ανά τον κόσμο που δεν είναι άλλη από την περίφημη «τίγρη».

Τίτλος έργου: Η τίγρη η συνταξιδιώτισσα. 120x100 cm
Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Καζαντζάκη να μας περιγράψει ποια είναι η «τίγρη» του μυαλού και της ψυχής του, από το έργο του «Ταξιδεύοντας».
«Τούτη η ανελεήμονη φωνή – η τίγρη η συνταξιδιώτισσα – με συντρόφευε, κι ας με μισούσε, σε όλα μου τα ταξίδια. Όλα τα είδαμε μαζί. Φάγαμε και ήπιαμεν οι δυό μας στα τραπέζια της ξενητιάς, πονέσαμε μαζί, χαρήκαμε μαζί βουνά, γυναίκες, ιδέες. 
Κι όταν φορτωμένοι λάφυρα, γιομάτοι πληγές, γυρίζαμε πιά στο δροσερό, το ήσυχο κελί μας, γαντζώνεται η τίγρη τούτη αμίλητη στην κορφή του κεφαλιού μου. Εκεί είναι η κούρνια της.
Απλώνεται σοφιλιαστά γύρα στο κρανίο μου, χώνει τα νύχια της στο μυαλό μου και συλλογιούμαστε τα όσα είδαμε και τα όσα έχουμε ακόμα να δούμε. 
Χαιρόμαστε κι οι δυό μας που όλος ο κόσμος τούτος, ορατός κι αόρατος, είναι ένα αξεδιάλυτο μυστικό βαθύ, ακατανόητο, πέρα από το νού, από την πεθυμιά, από τη βεβαιότητα.
Κουβεντιάζουμε οι δυό μας – η τίγρη η συνταξιδιώτισσα κι εγώ – και γελούμε που είμαστε τόσο σκληροί, τρυφεροί κι αχόρταγοι και που ένα βράδυ σίγουρα θα δειπνήσουμε μια φούχτα χώμα να χορτάσουμε. Κι όταν έχουμε κέφι πολύ ή πίκρα αβάσταχτη, παίζουμε και βάνουμε το θεό να ψέλνει, τρέμοντας, ύμνους παθητικούς στον κακομοίρη τον άνθρωπο. 
Τι χαρά είναι τούτη, θέ μου, να ζεις και να βλέπεις και να παίζεις με τη μεγάλη τούτη τίγρη και να μη φοβάσαι! 
Κι ένα πρωί να σηκώνεσαι να λες: “Οι λέξεις! Οι λέξεις! Άλλη σωτηρία δεν υπάρχει! Δεν έχω στην εξουσία μου παρά 24 μολυβένια στρατιωτάκια, θα κηρύξω επιστράτεψη, θα σηκώσω στρατό, θα νικήσω το θάνατο!” 
Και ξέρεις καλά πως ο θάνατος δε νικιέται μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρεις ακόμα τούτο, το δυσκολώτερο: Δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη. Η αξία του ανθρώπου είναι μιά μονάχα, τούτη: να ζεί και να πεθαίνει παλικαρίσια, χωρίς να καταδέχεται αμοιβή.
Και ακόμα τούτο, το τρίτο, το ακόμα πιό δύσκολο: η βεβαιότητα πως δέν υπάρχει αμοιβή να σε γιομώνει με χαρά, υπερηφάνια κι αντρεία»

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου