Λίγα λόγια για τον φίλο Βασίλη Στεφανουδάκη

Της Εύης Τριανταφύλλου 


Ήθελα να περάσουν οι μέρες, να καταλαγιάσει η θλίψη της απώλειας για να μπορέσω χωρίς συναισθηματικές υπερβολές,να γράψω λίγα λόγια για τον φίλο Βασίλη Στεφανουδάκη. 

Τον ήξερα ως Πρόεδρο του Συλλόγου Κρητών καθώς συχνά κάλυπτα δημοσιογραφικά, τις πάντα πετυχημένες και άρτια οργανωμένες εκδηλώσεις του. 
Τον γνώρισα όμως καλύτερα ως άνθρωπο καθώς τα τέσσερα τελευταία χρόνια, μοιραστήκαμε στην κυριολεξία, το ίδιο γραφείο. 
Εκείνος έφτανε πρωί πρωί και μόλις έμπαινα, έβρισκα πάντα ένα χαμόγελο. Μια αληθινή καλημέρα! 
Διακριτικός και νοικοκύρης οργάνωσε άψογα έναν μικρό χώρο, που δεν του έλειπε τίποτα! Σημειωματάρια, ημερολόγιο, συνδετήρες, σελοτέιπ, μέχρι και ντεπόν για τον πονοκέφαλο έκρυβαν τα μικρά συρτάρια του Γραφείου, όλα στη θέση τους, με δική του καθημερινή φροντίδα. 

Είχε πάντα έτοιμη μια γλυκιά κουβέντα όταν το άγχος της ημέρας και η πίεση της καθημερινότητας χτυπούσαν κόκκινο. Σαν πυροσβέστης έριχνε ένα καλοπροαίρετο σχόλιο, ένα αστείο, στα πολύ δύσκολα  ένα ανέκδοτο και … ήθελες δεν ήθελες στα μετέδιδε! Την ηρεμία που τον διέκρινε, το γέλιο και την καλή διάθεση. Ότι κι αν συνέβαινε. Και στα μεγάλα ζόρια! 
Όταν ερχόταν απ΄έξω ο καφές, ήταν δεκάδες οι φορές που δεν προλάβαινα να τον πληρώσω. Άλλες τόσες εκείνες, με τα γενναιόδωρα κεράσματα του. Μικρές καθημερινές συμπεριφορές που προδίδαν την καταγωγή του από τη λεβεντογέννα Κρήτη. 
Εκεί που γελούσα πολύ, ήταν όταν διαφωνούσαν με κρητικά πειράγματα και την ανάλογη προφορά του “τσι” και του "Όϊ!" με την σύντεκνή του την Πέπη Μαραζάκη, κατά πόσο είναι καλύτερα τα Χανιά ή το Ηράκλειο. Μην την ακούς, μου έλεγε, σαν τα Χανιά δεν υπάρχει κανένα μέρος! 
Και ποιος μπορεί να ξεχάσει το τηλέφωνό του. Αυτό το τηλέφωνο που χτυπούσε ασταμάτητα. Εννοείτε! Σε κρητικούς ήχους και ρυθμούς. Εκεί όμως που έπαιρνε φωτιά ήταν όταν οργάνωνε ή πλησίαζαν οι εκδηλώσεις του Συλλόγου. Του Συλλόγου της καρδιάς του, των Κρητών Φυλής. Αληθινός πυρετός τον έπιανε να ετοιμάσει τα πάντα, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Να κλίσει τα μεγαλύτερα Κρητικά ονόματα. Τους καλύτερους καλλιτέχνες. Κι όταν τα κατάφερνε μας το ανακοίνωνε με περηφάνια! Με τη χαρά, ενός μικρού παιδιού. Και τέτοια ήταν η ανυπομονησία του, όταν πλησιάζε η στιγμή της εκδήλωσης και του αποτελέσματος. Και τότε έμπαινε πρώτος στο γλέντι, την ίδια ώρα που φρόντιζε και πάλι τα πάντα, από την αρχή ως το τέλος. 
Και στα δύσκολα όμως, όποτε έτυχε να αρρωστήσουν δικοί του άνθρωποι ή συγγενείς, πάντα πρώτο τον θυμάμαι να είναι εκεί, έτοιμος να τους στηρίξει, έτοιμος να βοηθήσει.
 Το ίδιο έκανε άλλωστε , για τους συνδημότες που χρειάζονταν βοήθεια ή για ζητήματα του Δήμου που απαιτούσαν  συγκεκριμένη ετοιμότητα. Πρωί , μεσημέρι, βράδυ, Σαββατοκύριακα! Όποτε κι αν η δουλειά τον χρειαζόταν,  ήταν έτοιμος να ανταπεξέλθει χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς δικαιολογία. 
Γύρω στη μία το μεσημέρι μόνο, αν δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο τα παράταγε για λίγο όλα, προκειμένου να βρεθεί στον Παιδικό Σταθμό για να παραλάβει και να μεταφέρει  ως το σπίτι, τα εγγονάκια του. Αυτό ήταν το πιο όμορφο διάλειμμα της μέρας και της καθημερινότητάς του.


10 Σεπτεμβρίου 2016 στο Ηρώδειο


Κι όταν το Σεπτέμβρη του 2016 η Ματινούλα του, η αγαπημένη του εγγονούλα ανέβηκε σε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σκηνή του Ηρώδειου με το χοροθέατρο ΑΜΥΝΑ, είχα τη χαρά να μοιραστώ την ευτυχία του καθήμενη δίπλα, στην οικογένειά του. 
“Ξέρεις...” μου εξομολογήθηκε, ενθουσιασμένος από τη μαγεία του χώρου, “είναι η πρώτη φορά που έρχομαι εδώ” . “Κι εγώ” του απάντησα με το ίδιο παράπονο, για τα ωραία που προσπερνάμε και το καταλαβαίνουμε λίγο αργά… 
Αν γενικώς ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος, εκείνη τη βραδιά ήταν πραγματικά ευτυχισμένος! Και η Ματινούλα με την εξαίσια εμφάνισή της, δικαίωσε απόλυτα όχι μόνο εκείνον αλλά ένα ολόκληρο και κατάμεστο Ηρώδειο. 

Σαν κεραυνός έπεσε ένα χρόνο μετά, η θλιβερή είδηση της αρρώστιας του. Πικρό ποτήρι που το πίναμε γουλιά – γουλία όλοι εμείς στο Γραφείο, ήταν η εξέλιξή της. Κι αντί να του δίνουμε εμείς κουράγιο ήρθαν στιγμές που μας έδινε εκείνος. Όταν έμπαινα μέσα και δεν τον έβλεπα εκεί, το πρώτο πράγμα του ρωτούσα ήταν, αν ήρθε. Κι όταν μου απαντούσαν “Ναι κάπου έχει πεταχτεί” ένιωθα ανακούφιση και χαρά. 

Όλοι το ξέρουμε, όλοι το ζήσαμε. Σαν αληθινό παλικάρι αντιμετώπισε την αρρώστια του.
Συχνά παραπονιόμουν πως αν και η μητέρα μου κατάγεται από τα ίδια μέρη με ‘κείνον το Καστέλι των Χανίων δεν είχα καταφέρει να πάω. 
“Αλήθεια στο λέω” μου είπε τον τελευταίο  Σεπτέμβρη. "Θα πάμε στο σπίτι μου στο χωριό και τότε θα δεις αληθινή ομορφιά". “Σε πιστεύω” του απάντησα και προσευχήθηκα μέσα μου να γίνει ένα θαύμα και να τα καταφέρει… 

Το θαύμα δεν έγινε αλλά κάτι μου λέει πως κάπου εκεί, φτερουγίζει η ψυχή του. Απαλλαγμένη από τους πόνους της αρρώστιας που τον βασάνισε και λυτρωμένη που η όμορφη οικογένειά του στάθηκε δίπλα του ως την τελευταία στιγμή με φροντίδα κι αληθινή αγάπη. Αυτή ακριβώς που του άξιζε!

Θα σε θυμόμαστε οι φίλοι σου Βασίλη. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Δεν μπορούμε να  σε ξεχάσουμε… 

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου